δαιμονισμός
Смотреть что такое "δαιμονισμός" в других словарях:
δαιμονισμός — demoniac possession masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονισμός — ο (AM δαιμονισμός) [δαιμονίζομαι] το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα … Dictionary of Greek
δαιμονισμοῦ — δαιμονισμός demoniac possession masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονισμῶν — δαιμονισμός demoniac possession masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)